- εὐσμίλευτος
- εὐσμίλευτος [ῑ], ον,A well-chiselled, Hsch. (εὐσμήλωτα cod.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευσμίλευτος — η, ο (Α εὐσμίλευτος, ον) νεοελλ. (για μάρμαρο) αυτός που προσφέρεται για κατεργασία αρχ. ο κατεργασμένος, ο καλά σμιλεμένος … Dictionary of Greek